κυνηγήσω

κυνηγήσω
κυνηγέω
hunt
aor subj act 1st sg
κυνηγέω
hunt
fut ind act 1st sg
κυνηγέω
hunt
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διόχνει — και δόχνει (Μ διόχνει) μού φαίνεται καλό, αποφασίζω («δόχνει με... να έβγω να κυνηγήσω»). [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον αόρ. έδοξε του δοκεί* κατά παρετυμολ. προς την πρόθεση δια*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”